διαφανοσκόπιο

διαφανοσκόπιο
το
όργανο με μικρή λάμπα για την εξέταση τού ματιού ή κοιλοτήτων τού ανθρώπινου σώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαφανοσκόπιο — το όργανο με φως στο άκρο του, με το οποίο οι γιατροί εξετάζουν τα μάτια, τη μύτη και άλλα σημεία του σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με …   Dictionary of Greek

  • διαφανοσκοπία — και διαφανοσκόπηση, η η εξέταση διαφόρων κοιλοτήτων τού ανθρώπινου σώματος με διαφανοσκόπιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”